- βάντα
- βαίνωwalkaor part act neut nom/voc/acc plβαίνωwalkaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάντα — η το κλαδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
Λαντόφσκα, Βάντα Λουίζα — (Wanta Louise Landowska, Βαρσοβία 1877 – Λέικβιλ, Κονέκτικατ 1959). Πολωνέζα τσεμπαλίστα και μουσικολόγος. Συνέδεσε τη σταδιοδρομία της με την επανεμφάνιση του τσέμπαλου ή κλαβίχορδου κατά τον 20ό αι. Η λαμπρή διδασκαλία της έφερε κοντά της… … Dictionary of Greek
βάνθ' — βάντα , βαίνω walk aor part act neut nom/voc/acc pl βάντα , βαίνω walk aor part act masc acc sg βάντι , βαίνω walk aor part act masc/neut dat sg βάντε , βαίνω walk aor part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάντ' — βάντα , βαίνω walk aor part act neut nom/voc/acc pl βάντα , βαίνω walk aor part act masc acc sg βάντι , βαίνω walk aor part act masc/neut dat sg βάντε , βαίνω walk aor part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαντάκι — το [βάντα] 1. δέσμη νήματος 2. δεμάτι ξύλα 3. αρμαθιά φύλλων καπνού … Dictionary of Greek
πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… … Dictionary of Greek
τσέμπαλο — (Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με ταστιέρα, όμοιο στο σχήμα με το πιάνο με ουρά. Οι χορδές χτυπιούνται με γλωσσίδια (μύτες από φτερά κόρακα ή, σπανιότερα, από δέρμα), στερεωμένα στα λεγόμενα σαλταρέλι, μικρά ξύλινα μπαστουνάκια κάθετα στο πίσω… … Dictionary of Greek
Μοΐσι, Αλεξάντερ — (Alexander Moissi, Τεργέστη 1880 – Λουγκάνο 1935). Αυστριακός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ύστερα από μια σύντομη σταδιοδρομία σε διάφορα θέατρα, το 1904 άρχισε να εργάζεται στο Νέο Θέατρο του Βερολίνου, εγκαινιάζοντας μια… … Dictionary of Greek
Νόρβιντ, Τσίπριαν Κάμιλ — (Cyprian Kamil Norwid Κορόνα 1821 – Παρίσι 1883). Πολωνός συγγραφέας. Παρουσιάστηκε ως ποιητής το 1840· το 1842 εγκατελειψε την Πολωνία και πήγε στη Γερμανία, στην Ιταλία, όπου σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική, στο Βέλγιο, στην Αγγλία, στις ΗΠΑ… … Dictionary of Greek
Ντβόρζακ, Αντονίν — (Antonin Dvorak, Νεχαλόζεβες, Πράγα 1841 – Πράγα 1904). Βοημός συνθέτης. Από φτωχούς γονείς –ο πατέρας του ήταν ο χασάπης του χωριού– ο Ν. από μικρό παιδί έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική ακούγοντας και συχνά ακολουθώντας στα μικρά τους ταξίδια… … Dictionary of Greek